- βουβωνιακός
- βουβων-ιακός, ή, όν,A for the groin, of a bandage, Sor.Fasc.12.514 C. (also [suff] βουβων-ικός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουβωνιακός — for the groin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνιακόν — βουβωνιακός for the groin masc acc sg βουβωνιακός for the groin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνικός — ή, ό (Μ βουβωνικός, ή, όν, Α βουβωνιακός, ή, όν) [βουβών] αυτός που ανήκει στους βουβώνες ή αναφέρεται σ αυτούς («βουβωνικὴ χώρα», «βουβωνικὴ κήλη», «βουβωνικὸς πόρος», «βουβωνική πανώλης») μσν. φρ. «βουβωνικὸν πάθος» η πανούκλα … Dictionary of Greek